κτενοποιΐα

κτενοποιΐα
η производство гребёнок, расчёсок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κτενοποιΐα" в других словарях:

  • κτενοποιία — η η κατασκευή χτενιών, η τέχνη τού κτενοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ζαχαρο ποιία, ποτο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χτενοποιία — η, Ν [χτενοποιός] η κτενοποιία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»